κάππαρη

κάππαρη
η
θαμνώδες φυτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάππαρη — Νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου, ανάμεσα στην Κω και στην Κάλυμνο. Βλ. λ. Ψέριμος. * * * η (AM κάππαρις, εως, Α και κάπαρις, Μ και κάππαρη, Α ιων. γεν. ιος) 1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας καππαρίδες, τής τάξης… …   Dictionary of Greek

  • κάπαρη — Βλ. λ. κάππαρη. * * * η βλ. κάππαρη …   Dictionary of Greek

  • Kaper — Echter Kapernstrauch Geöffnete und verwelkte Kapernblüte, unten links eine Knospe Systematik Rosiden Eurosiden II …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • καππάριον — και καπάριον, τὸ (Α) [κάππαρις] η κάππαρη …   Dictionary of Greek

  • καππαρόριζον — καππαρόριζον, τὸ (Μ) η ρίζα τού φυτού κάππαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάππαρις + ριζον (ουδ. τού ριζος, συν. ρρίζος < ρίζα), πρβλ. μελανό ρρι ζον, τευτλό ρριζον] …   Dictionary of Greek

  • καπρία — καπρία, ἡ (Α) [κάπρος] 1. η ωοθήκη τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την ορμή τού ζώου για οχεία και την αναπαραγωγή 2. υγρό που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους μετά την οχεία 3. (κατά τον Ησύχ.) χορός ενόπλων 4 …   Dictionary of Greek

  • κυνόσβατος — η, ο (Α κυνόσβατος, ἡ και ὁ, και κυνόσβατον, τὸ) 1. αγριοτριανταφυλλιά 2. ο καρπός τής αγριοτριαφυλλιας αρχ. 1. κάππαρη 2. το φυτό σμίλαξ η τραχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. τού κύων) + βάτος (ὁ)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόχλωρον — ὀλιγόχλωρον, τὸ (Α) η κάππαρη …   Dictionary of Greek

  • ολόφυτον — ὁλόφυτον, τὸ (Α) η κάππαρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”